- ζήσουσι
- ζάωaor subj act 3rd pl (epic)ζάωfut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ζάωfut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολυμπιονίκης — ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας) (ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῡ μακαριστοῡ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῑκαι ζῶσι», Πλάτ. β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκης (< νίκη), πρβλ … Dictionary of Greek